- στερεοταξία
- η, Νιατρ. η εντόπιση ενός νευρικού σχηματισμού τού εγκεφάλου με τη βοήθεια σταθερών οδηγών σημείων, οστικών ή ενδοεγκεφαλικών, που γίνονται ορατά ακτινολογικώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotaxie (< στερεός + τάξη + -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.