στερεοταξία

στερεοταξία
η, Ν
ιατρ. η εντόπιση ενός νευρικού σχηματισμού τού εγκεφάλου με τη βοήθεια σταθερών οδηγών σημείων, οστικών ή ενδοεγκεφαλικών, που γίνονται ορατά ακτινολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotaxie (< στερεός + τάξη + -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στερεοτακτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοταξία (α. «στερεοτακτικά ευρήματα» β. «στερεοτακτική επέμβαση» γ. «στερεοτακτική συσκευή») …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”